- μπανιάρω
- καθαρίζω κάποιον κάνοντάς του λουτρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bagnare (βλ. λ. μπάνιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπανιάρω — μπανιάρω, μπανιάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπανιαρίζω — μπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού μπανιάρω] … Dictionary of Greek